- βαθυπλόκαμος
- βᾰθυ-πλόκᾰμος, ον,A with thick hair, B.10.8 (prob.), A.R.1.742, Mosch.2.101, Orph. Fr.114.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαθυπλόκαμος — βαθυπλόκαμος, ον (Α) με πυκνά μαλλιά … Dictionary of Greek
βαθυπλόκαμος — with thick hair masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλόκαμον — βαθυπλόκαμος with thick hair masc/fem acc sg βαθυπλόκαμος with thick hair neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλοκάμοισι — βαθυπλόκαμος with thick hair masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλοκάμου — βαθυπλόκαμος with thick hair masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθυπλόκαμοι — βαθυπλόκαμος with thick hair masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… … Dictionary of Greek